τρυγωδια

τρυγωδια
    τρυγῳδία
    τρῠγῳδία
    ἥ Arph. = κωμῳδία См. κωμωδια (см. τρυγῳδός См. τρυγωδος)

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "τρυγωδια" в других словарях:

  • τρυγῳδία — τρυγῳδίᾱ , τρυγῳδία lees fem nom/voc/acc dual τρυγῳδίᾱ , τρυγῳδία lees fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυγωδία — ἡ, Α [τρυγῳδός] κωμική λ. αντί τής λ. κωμῳδία ή επειδή οι υποκριτές άλειφαν το πρόσωπό τους με τρυγία ή επειδή νέο, αδιήθητο κρασί, δινόταν ως βραβείο στους νικητές ή, τέλος, επειδή οι παραστάσεις γίνονταν την εποχή τού τρύγου …   Dictionary of Greek

  • τρυγῳδίαν — τρυγῳδίᾱν , τρυγῳδία lees fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυγοκωμωδία — ἡ, Α (κατά το λεξ. Σούδα) τρυγῳδία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρύξ, τρυγός + κωμῳδία (βλ. και λ. τρυγῳδός)] …   Dictionary of Greek

  • τρυγωδός — ὁ, Α (στον Αριστοφ.) αυτός που τραγουδά για τον μούστο ή για το καινούργιο κρασί αλείφοντας το πρόσωπό του με τρυγία ή παίρνοντας ως βραβείο μούστο, ο κωμωδός. [ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική λ. σχηματισμένη από τον τ. τρύξ, τρυγός, κατά το τραγῳδός, για να… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»